- ἐπαινοῦντες
- ἐπαινέωapprovepres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)ἐπαινέωapprovepres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
ВАРИПСАВ — [греч. Βαριψαββᾶς, Βαρυψαββᾶς, Βαρυψαβᾶς или Βαρυζαβᾶς] (I II вв.?), мч. (пам. 10 сент.), пустынник, хранитель Крови Христовой. По преданию, некий праведник по имени Иаков, присутствовавший при распятии Спасителя, собрал в сосуд, сделанный из… … Православная энциклопедия